Κλειστή βρήκα την πόρτα την παλιά.
Ξύλινη, κλειστή, πολυχρωματισμένη,
ήταν η πόρτα η παλιά.
Ήταν, με πολλά και διάφορα χρώματα, βαμμένη,
η παλιά, η ξύλινη, η πόρτα, στη ζωή της.
Επάνω,
κάποιος περαστικός, είχε γράψει, το όνομα του!
Ψάχνω τα κλειδιά, τα παλιά κλειδιά, στη ζώνη μου.
Άδικα ψάχνω, έχασα τα κλειδιά της πόρτας,
της πολυχρωματισμένης και παλιάς πόρτας.
Χτυπώ με τα γυμνά τα χέρια, δυνατά!
Δεν ανοίγει, κανείς δεν απαντά, Σιωπή.
Έχει και ένα χερούλι μπρούτζινο, παλιό,
άχρηστο και άσκοπο, απ' τον καιρό.
Το αυτί μου, πάνω στην πόρτα Βάζω.
Καμιά φωνή, κανένα κλάμα,
κανένας θόρυβος, μόνο Σιωπή!
Μόνο, ένας ήχος ρυθμικός, σπάει τι Σιωπή,
Χτυπάει στα βήματα του αέρα που περνά,
φαίνεται ξεχασμένο παραθυρόφυλλο να είναι.
Ίσως, από περαστικό, επισκέπτη, ξεχασμένο.
Τρέχοντας, φεύγοντας, βιαστικός, το ξέχασε,
το ξέχασε ανοιχτό, στου αέρα το έλεος.
Ψάχνω ακόμη τα κλειδιά στη ζώνη μου.
Τώρα είναι αργά, τα έχω χάσει, μάλλον.
Ίσως, μου έχουν πέσει σ' αυτό το βαθύ πηγάδι,
τότε, που διψασμένος έψαχνα νερό, να πιω.
Ίσως!
Ίσως και να χτυπώ σε ξένη πόρτα...
γ.σ.δ. (πόλεμος προ των θυρών)